λύχν'

λύχν'
λύχνα , λύχνον
neut nom/voc/acc pl
λύχνα , λύχνος
sno
neut nom/voc/acc pl
λύχνε , λύχνος
sno
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ηλίσκος — ἡλίσκος, ὁ (Α) μικρό καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλ τού ήλος «καρφί» + υποκορ. κατάλ. ισκος (πρβλ. ακμον ίσκος, λυχν ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • ηχείο — Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την… …   Dictionary of Greek

  • καρυδέλαιο — και καρυέλαιο και καρυδόλαδο, το λάδι που εξάγεται από τη ψίχα τών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + έλαιον (< έλαιον), πρβλ. δαφν έλαιον, λυχν έλαιον] …   Dictionary of Greek

  • κηραψία — και κεραψία, ἡ (Μ) το άναμμα κεριών, η φωταψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, φωτ αψία] …   Dictionary of Greek

  • κηριάπτης — κηριάπτης, ὁ (Α) κηροστάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρίον + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης, φαν άπτης] …   Dictionary of Greek

  • κοκκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 973 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, 10 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου. Ο παραθαλάσσιος οικισμός Κοκκάρι στη Σάμο. * * * το (AM κοκκάριον) …   Dictionary of Greek

  • κρώπιον — και στον Ησύχ. κρώβιον, τὸ (Α) 1. δρέπανο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη δίστομος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρώπιον προέρχεται πιθ. < *κρώψ και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα *(s)krō p τής ΙΕ ρίζας *(s)kre p , που αποτελεί παρεκτεταμένη (με… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδείον — λαμπαδεῑον, τὸ (Α) κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + κατάλ. εῖον (πρβλ. λυχν εῖον)] …   Dictionary of Greek

  • ναρκισσίτης — ναρκισσίτης, ὁ (Α) (για λίθο) όμοιος με τον νάρκισσο στο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκισσος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λυχν ίτης, πυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”